- μικρόσφυκτος
- μικρόσφυκτοςwith a weak pulsemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικρόσφυκτος — μικρόσφυκτος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό, αδύνατο σφυγμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σφυκτός (< σφύζω), πρβλ. κακό σφυκτος, μεγαλό σφυκτος] … Dictionary of Greek
μικροσφύκτων — μικρόσφυκτος with a weak pulse masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόσφυκτοι — μικρόσφυκτος with a weak pulse masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροσφυκτώ — μικροσφυκτῶ, έω (Α) [μικρόσφυκτος] έχω μικρό, αδύνατο σφυγμό … Dictionary of Greek
μικροσφυξία — μικροσφυξία, ἡ (Α) [μικρόσφυκτος] αδυναμία τού σφυγμού, αδύνατος σφυγμός … Dictionary of Greek
μικρόσφυγμος — ον (Α) μικρόσφυκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σφυγμός (πρβλ. φλεβό σφυγμος)] … Dictionary of Greek